31/7/15

Tην παγίδευσαν



«Πιέζω και αναστατώνω για να... ακούσω», η νέα τακτική της ΕΛ.ΑΣ.

Οι υποκλοπές συνομιλιών βοήθησαν και στη λύση της υπόθεσης δολοφονίας στην Κοιλάδα Αργολίδας


 
Οι εκ των υστέρων υποκλοπές συνομιλιών με το τρικ της «αναστάτωσης του υπόπτου» αποτελούν πλέον μόνιμη τακτική της ΕΛ.ΑΣ. και άλλων Αρχών προκειμένου να τεκμηριώσουν εγκληματικές ενέργειες.

Στην πρόσφατη υπόθεση της 38χρονης κατηγορουμένης για τη δολοφονία του άντρα της στην Κοιλάδα Αργολίδας, στην περίπτωση της εξαφάνισης και του θανάτου του 20χρονου σπουδαστή της Γαλακτοκομικής Σχολής Ευάγγελου Γιακουμάκη, στο αποτρόπαιο έγκλημα της οδού Μιχαήλ Βόδα με θύμα την τετράχρονη από τη Βουλγαρία και σε άλλες υποθέσεις η ΕΛ.ΑΣ. ακολουθεί πλέον τη μέθοδο «τηλεφωνικές παρακολουθήσεις υπόπτων παράλληλα με την ανάκρισή τους» για να διαλευκάνει σύνθετες εγκληματικές επιθέσεις.

Ως πρόσφατα λοιπόν οι διωκτικές αρχές προχωρούσαν στην τηλεφωνική παρακολούθηση προσώπων που βρίσκονταν, με μυστικότητα, στο «στόχαστρο» των ερευνών της, προκειμένου έτσι να τεκμηριωθούν κατηγορίες για συγκεκριμένα αδικήματα και να οδηγηθούν στις συλλήψεις των υπόπτων. Ετσι συνέβη σε σωρεία υποθέσεων, όπως η απαγωγή του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου, στην περίπτωση των 217 νονών της νύχτας, σε περιπτώσεις βομβιστικών επιθέσεων κ.τ.λ. Οι διωκτικές αρχές προχωρούσαν σε ανακοίνωση της έρευνάς τους, σε συλλήψεις των υπόπτων και στον φάκελο της υπόθεσης περιέχονταν προγενέστερες τηλεφωνικές παρακολουθήσεις.

Ωστόσο ολοένα και πιο συχνά διαπιστώνεται ότι η ΕΛ.ΑΣ. προχωρεί σε τηλεφωνικές παρακολουθήσεις προσώπων σε «δεύτερη φάση» και σε «ανοιχτές» έρευνες. Δηλαδή σε υποθέσεις που έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητας, έχει προσδιοριστεί ο κύκλος των υπόπτων και έχει αρχίσει κύκλος ανακρίσεων. Προκειμένου από αυτές τις υποκλοπές να διαπιστωθεί όχι η προεργασία ή οι συνεννοήσεις των προσώπων αλλά κυρίως «πώς θα αντιδράσουν ύστερα από τις σχετικές έρευνες της Αστυνομίας, από τις προσκλήσεις τους για καταθέσεις σε αστυνομικές υπηρεσίες ή κυρίως από αναφορές στα ΜΜΕ που μπορεί να τους αφορούν». Τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. εκτιμούν ότι «η αναστάτωση από μια προανάκριση ή από τον θόρυβο από εφημερίδες και τηλεοράσεις μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμη με τις ακροάσεις των συνομιλιών των υπόπτων». Με τους τελευταίους να έχουν πιθανόν την ψευδαίσθηση ότι η «πίεση» της ΕΛ.ΑΣ. εξαντλείται μόνο με την παρουσία τους στις αστυνομικές υπηρεσίες.

Μάλιστα οι ίδιοι οι αστυνομικοί επιχειρούν πολλές φορές να προκαλούν «θέματα συζήτησης» στους υπόπτους «αποκαλύπτοντας» αληθή ή ψευδή στοιχεία της υπόθεσης. Και αυτό προκειμένου να «ακούσουν στα τηλέφωνα τι θα συζητήσουν με άλλα πρόσωπα για αυτές τις κατευθυνόμενες «εξελίξεις». Ετσι τους ζητούν αιφνιδιαστικά να παρουσιαστούν στο αστυνομικό τμήμα, τους μιλούν για νέα «ντοκουμέντα» που υποτίθεται ότι έχουν συγκεντρώσει ή για σημαντικές μαρτυρίες προσώπων από το περιβάλλον τους, περιμένοντας το τηλεφωνικό «λάθος» των υπόπτων. Ακόμη οι συνακροάσεις μπορεί να αφορούν και οικείους των υπόπτων μήπως αυτοί προχωρήσουν - μη έχοντας την «έγνοια» και την «επιφυλακή» των συγγενών τους - σε κάποια ενδεικτική αναφορά. Τα στελέχη των διωκτικών αρχών μιλούν για μια «εξαιρετικά χρήσιμη τακτική».

Αυτός φέρεται λοιπόν να ήταν και ένας από τους λόγους που είχε τεθεί σε παρακολούθηση το τηλέφωνο της 38χρονης συζυγοκτόνου στην Αργολίδα που ήταν από την αρχή η βασική ύποπτος. Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ., επειδή έβλεπαν ότι είχε δημιουργήσει ένα «τέλειο άλλοθι», επέμενε στην αθωότητά της και δεν βρίσκονταν απόλυτα αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή της, προχώρησαν στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, «μήπως της ξεφύγει κάποια κουβέντα» ύστερα από τις διαδοχικές κλήσεις της στην ΕΛ.ΑΣ. αλλά και τις συνεχείς τηλεοπτικές εκπομπές για το έγκλημα στην Ερμιονίδα. Ωστόσο οι αξιωματικοί της Αστυνομίας διαπίστωσαν εντυπωσιασμένοι πόσο προσεκτική ήταν στα τηλεφωνήματά της. Δεν της ξέφευγε καμία κουβέντα και όταν κάποιος τής έθετε κάποιο κρίσιμο σχετικό ζήτημα συζήτησης εκείνη τον προσκαλούσε σε κατ' ιδίαν συνάντηση για να συζητήσουν σχετικά. Ωστόσο με μια επιμονή, προσοχή και «προσήλωση» στο σενάριό της που πολλαπλασίαζε τις υποψίες των αστυνομικών.

Σημαντικό ρόλο θεωρήθηκε ότι είχαν και οι καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνομιλίες των πέντε-έξι συμφοιτητών του Βαγγέλη Γιακουμάκη στη Γαλακτοκομική Σχολή - μετά τη δημοσιοποίηση της εξαφάνισης και του θανάτου του - οι οποίοι είχαν θεωρηθεί ύποπτοι για την κακοποίησή του. Από τις έρευνες αυτές φέρεται να διαπιστώθηκε ότι δεν γνώριζαν τις συνθήκες εξαφάνισής του. Επίσης, ενδεικτικά στοιχεία για την εμπλοκή του βούλγαρου δολοφόνου του άτυχου κοριτσιού προέκυψαν από παρόμοιο κύκλο παρακολουθήσεων.