19/6/14

Απάτη 30 εκατ. €


Ο Διοικητής της Οικονομικής Αστυνομίας Απόστολος Αλαμάνας
Μια πολύ σημαντική υπόθεση εξαπάτησης του Ελληνικού Δημοσίου,  εξιχνίασε η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας, υπό την εποπτεία του Οικονομικού Εισαγγελέα και σε αγαστή συνεργασία με το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας.
Για την εξιχνίαση της υπόθεσης αυτής, που εγκυμονούσε πολύπλευρες επιπτώσεις στο οικονομικό περιβάλλον της χώρας μας, προηγήθηκε εξειδικευμένη αστυνομική έρευνα, που διήρκεσε χρονικά πάνω από έξι μήνες.
Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν η ταυτοποίηση της παράνομης δραστηριότητας δυο εγκληματικών οργανώσεων, που λειτουργούσαν είτε αυτοτελώς είτε συνεργαζόμενες μεταξύ τους και απαρτίζονταν από στελέχη έξι ιδιωτικών εταιρειών - νομικών προσώπων.
Τα μέλη των εγκληματικών αυτών οργανώσεων, που ενέχονται σε πλήθος εξαπατήσεων και πλαστογραφιών σε βάρος του Δημοσίου, βαρύνονται με τα αδικήματα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της πλαστογραφίας, της απάτης και της παράβασης της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου.
Τα αδικήματα και ο βαθμός συμμετοχής των εμπλεκομένων εξατομικεύονται λεπτομερώς στην πολυσέλιδη, κακουργηματικού χαρακτήρα, δικογραφία που σχημάτισε η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας σε βάρος (17) προσώπων, τα οποία δραστηριοποιούνταν στις επίμαχες εταιρείες, ως μέλη Διοικητικών Συμβουλίων, νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές αυτών.
Με την υποβολή της δικογραφίας στον Οικονομικό Εισαγγελέα, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των προαναφερόμενων ατόμων και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης για τέσσερις από τους εμπλεκόμενους.
Συνελήφθησαν τρεις από αυτούς, ηλικίας 30, 53 και 59 ετών, οι οποίοι με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στον Ανακριτή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την υποβοήθηση του ερευνητικού έργου συλλέχθηκε και μελετήθηκε υλικό άνω των 40.000 σελίδων, το οποίο και αξιοποιήθηκε κατάλληλα για την ταυτοποίηση της εγκληματικής δράσης των εμπλεκομένων ατόμων.
Με την εξάρθρωση των εγκληματικών αυτών οργανώσεων η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας κατάφερε να ανασχέσει μια παράνομη οικονομική δραστηριότητα, που έθετε σε κίνδυνο τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, υπονόμευε το κύρος και την αξιοπιστία των φορέων χρηματοδότησης, ενώ επιπλέον συνιστούσε σημαντική διακινδύνευση και επισφάλεια για τους χρηματικούς πόρους του Ελληνικού Δημοσίου.
Το ειδικότερο κομμάτι του modus operandi, των επιχειρησιακών δράσεων και των επιμέρους αποτελεσμάτων της έρευνας θα σας παρουσιάσει ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, Ταξίαρχος κ. Αλαμάνας Απόστολος.
Ταξίαρχος Αλαμάνας Απόστολος
Καλημέρα σας
θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω τονίζοντας την συμβολή των στελεχών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας στην εξιχνίαση αυτής της υπόθεσης. Θα ήθελα λοιπόν να ευχαριστήσω όλους τους υπαλλήλους του συγκεκριμένου Υπουργείου, που εδώ και μήνες συνεργάστηκαν μαζί μας, παρέχοντας σημαντικότατη πληροφοριακή υποστήριξη, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε την έρευνά μας.
Όπως προέκυψε από την εξέλιξη της έρευνας, οι τρεις από τις έξι εταιρείες, που εμπλέκονται στην υπόθεση, με το πρόσχημα παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης, τα τελευταία τρία έτη περίπου (από το 2011) λειτουργούσαν στην κυριολεξία ως «βιομηχανία» κατάρτισης και διοχέτευσης στην αγορά πλαστών ή/και μη εγκεκριμένων εγγυητικών επιστολών, που φέρεται να έχουν εκδοθεί από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής.
Λέγοντας μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές εννοούμε αυτές που είχαν εκδοθεί από αλλοδαπά τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Τράπεζας της Ελλάδος. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονται, κατά χώρα προέλευσης, τα πιστωτικά ιδρύματα, εκείνα που έχουν γνωστοποιήσει ενδιαφέρον για παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα και τα οποία νομιμοποιούνται με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο να παρέχουν υπηρεσίες πίστωσης (μεταξύ άλλων και έκδοσης εγγυητικών επιστολών).
Οι εμπλεκόμενες εταιρείες προμήθευαν έτσι με τις εγγυητικές αυτές επιστολές διάφορες άλλες εταιρείες ή/και μεμονωμένους επενδυτές, λαμβάνοντας ως αμοιβή μεγάλα χρηματικά ποσά.
Στη συνέχεια, οι εταιρείες - επενδυτές κατέθεταν τις εγγυητικές αυτές επιστολές, είτε στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, για ποσά άνω των 2.000.000 ευρώ, είτε σε άλλους Φορείς του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως Περιφερειακές Ενότητες της επαρχίας, Πανεπιστήμια, Νοσοκομεία κ.λπ., πετυχαίνοντας την εκταμίευση μεγάλων χρηματικών ποσών για την υλοποίηση σχετικών αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Αποτέλεσμα της δράσης αυτών των εταιρειών ήταν να ζημιώνεται το Ελληνικό Δημόσιο με ποσά πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Ενδεικτικά από την εξέλιξη της έρευνας προέκυψε ότι μια από τις τρεις εταιρίες, έλαβε αμοιβές για την κατάρτιση και προμήθεια των επίμαχων εγγυητικών επιστολών, που ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 1.528.102,74 ευρώ, ενώ η συνολική αξία των εγγυητικών επιστολών που εξέδωσε αθροιστικώς υπερβαίνει το ποσό των 30.000.000 ευρώ.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της οικονομικής ζημιάς που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο αποτελεί περίπτωση στην επαρχία όπου η ίδια εταιρεία, χορήγησε σε άλλη εταιρεία άκυρη εγγυητική επιστολή ύψους 185.000€ από πολύ γνωστό Βρετανικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, την οποία ακολούθως κατέθεσε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, πετυχαίνοντας την εκταμίευση του ποσού των 185.000 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, από τη συγκεκριμένη μέθοδο εγκληματικής δράσης, ανεξάρτητα εάν αυτή παρέμεινε σε στάδιο απόπειρας ή εκδηλώθηκε ως τετελεσμένο έγκλημα, είτε μέσω υποβολής μη εγκεκριμένων εγγυητικών επιστολών, είτε μέσω υποβολής εξ’ υπαρχής πλαστών ή νοθευμένων εγγυητικών επιστολών, απειλήθηκε και σε κάποιες περιπτώσεις επήλθε σοβαρότατη περιουσιακή μετατόπιση κεφαλαίων του Ελληνικού Δημοσίου.
Όσον αφορά στην εγκληματική δράση των υπολοίπων τριών εταιρειών διαπιστώθηκε ότι κατήρτισαν και κατέθεσαν απευθείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας πλαστές εγγυητικές επιστολές, με σκοπό την εκταμίευση χρηματικών ποσών από διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα και συγκεκριμένα:
  • Η πρώτη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Για το λόγο αυτό κατέθεσε ως δικαιολογητικό πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.730.000 ευρώ, που φερόταν να έχει εκδοθεί από το αλλοδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
  • Η δεύτερη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 4.350.000 ευρώ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.345.000 ευρώ, η οποία και πάλι φερόταν ότι έχει εκδοθεί από αλλοδαπό τραπεζικό ίδρυμα.
  • Η τρίτη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 9.240.000€ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 9.240.000€, η οποία και στην περίπτωση αυτή φερόταν να έχει εκδοθεί από αλλοδαπό τραπεζικό ίδρυμα.
Μέχρι στιγμής έχει προκύψει για το σύνολο των εμπλεκομένων εταιρειών ότι, μόνο προς το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κατέθεσαν πλαστές ή μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές ύψους 18.240.000 €. Με τη διαδικασία αυτή θα εκταμιεύονταν άμεσα υπερπολλαπλάσια χρηματικά ποσά για αναπτυξιακά προγράμματα, από τον κρατικό προϋπολογισμό ή σε κάποιες περιπτώσεις από κοινοτικές επιδοτήσεις.
Η έρευνα οπωσδήποτε βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη προκειμένου να διακριβωθεί πλήρως το εύρος της παράνομης δραστηριότητας των επίμαχων εταιρειών, των εμπλεκομένων προσώπων και η τυχόν συμμετοχή τους σε συναφείς εγκληματικές συμπεριφορές.