13/2/14

Όλη η μήνυση Βλαστού

Τιμωρία-Βασανισμός
 

Ο υπογράφων Παναγιώτης Βλαστός του του Αντωνίου και της Άννας, γεννηθείς στην Αθήνα το έτος 1971, κάτοικος Σαλαμίνας, οδός Αρκάθου αριθμ. 8 και κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, κάτοχος του Α.Δ.Τ.: Ξ 461552 με Α.Φ.Μ.: 056275499 Δ.Ο.Υ.: Σαλαμίνας,  δια της παρούσης διορίζω και αποκαθιστώ ειδικούς πληρεξούσιους, αντιπροσώπους και αντικλήτους, τους Φραγκίσκο Ραγκούση του Κωνσταντίνου, Δικηγόρο Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ 6607), κάτοικος Αθηνών, οδός Πατριάρχου Ιωακείμ αρ. 26 και Αδαμαντία Αγγελέτου του Ευάνδρου, Δικηγόρο Πειραιά (ΑΜ ΔΣΠ 3287), κάτοικος Πειραιά, οδός Αριστοτέλους, αρ. 15.,προς τους οποίους δίνω την ειδική εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα ομού ή κεχωρισμένως να καταθέσουν επ’ ονόματι και για λογαριασμό μου στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου μήνυση  για τα αδικήματα του βασανισμού κρατουμένου, της παράβασης καθήκοντος κατά :

Παντός υπευθύνου προσώπου.

 

Η μήνυση δε θα έχει το ακόλουθο περιεχόμενο :

 

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Παναγιώτη Βλαστού του Αντωνίου και της Άννας, γεννηθέντος στην Αθήνα το έτος 1971, κατοίκου Σαλαμίνας, οδός Αρκάθου αριθμ. 8 και κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων.

ΚΑΤΑ

Παντός υπευθύνου προσώπου.

……………………………………………………………………………

 

Ι.  ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΑΣΗ :

 

   Κύριε Εισαγγελεύ,

Υποβάλλω την παρούσα και ζητώ την άμεση παρέμβασή σας προς άρση της κατάστασης που λειτουργεί σε βάρος της υγείας μου, της ζωής μου της αξιοπρέπειάς μου και παραβιάζει κατάφωρα το δικαίωμά μου στην ισότητα, αναλογικότητα και σε δίκαιή δίκη.

Την υποβάλλω σαν έσχατο μέσο προσήλωσης στη νομιμότητα αλλά και της ισόβιας υπομονής που έχω επιδείξει απέναντι στην πρωτοφανή κοροϊδία των κατ'ευφημισμό υπευθύνων που έχουν στα χέρια τους την τύχη των εγκλείστων στα κολαστήρια που ονομάζονται φυλακές, έχοντας ο ίδιος αποδείξει ότι μετά από 19 χρόνια εγκλεισμού σε σκληρές φυλακές, μπορώ και επιβιώνω όχι με τους όρους των φυλακών, αλλά με τον παραλογιμό, την κακότητα και τη στυγνή εκμετάλλευση που ισχύουν στα σωφρονιστικά καταστήματα.

          Έναν τέτοιο παραλογισμό χωρίς αιτία, μια δημιουργία ψυχοφθόρου κατάστασης χωρίς να δικαιολογείται από νόμους, αλλά μόνο από σκοτεινές πρακτικές και ηλίθιες δικαιολογίες, αντιμετωπίζω εδώ και ένα μιση μήνα, κύριε Εισαγγελέα, και δεν είμαι διατεθειμένος να το ανεχθώ άλλο, αν δεν πεισθώ με θετικές ενέργειές Σας ότι με αμεσότητα και υπευθυνότητα θα επιληφθείτε του θέματος και θα δώσετε λύση.

 

Πιο συγκεκριμένα, την 12-11-2013 ξεκίνησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, το οποίο συνεδριάζει στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, η συζήτηση της υποθέσεως, που αφορά την υπ’ αριθ. ΑΒΜ: Μ11-319 ποινική δικογραφία, στην οποία είμαι κατηγορούμενος για τις πράξεις  της  από κοινού συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης την οποία φέρομαι να διευθύνω από κοινού-, της ηθικής αυτουργίας σε εκβίαση, κατά συρροή, κατά συνήθεια και κατ΄επάγγελμα, της προμήθειας εκρηκτικών υλών με σκοπό την παραχώρησή τους σε άλλους για να τις χρησιμοποιήσουν και να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε άνθρωπο και ξένα πράγματα, της ηθικής αυτουργίας σε κατασκευή και μεταφορά εκρηκτικών υλών, της ηθικής αυτουργίας στην  διάπραξη εκρήξεων  με κίνδυνο ξένων πραγμάτων και ανθρώπινης ζωής-  ήτοι για παράβαση των άρθρων 187 παρ. 1και 3, 270 παρ. Α,β και 272παρ. 1 και 385 παρ. 1 α΄και β ΠΚ.

 

Μολονότι είχα ζητήσει πριν μήνες και δη από το Μάιο του 2013, δυνάμει της με αριθμό πρωτοκόλλου εισερχομένου εγγράφου κ.κ.Τρικάλων: 9504/30-5-2013, αίτησής μου προς την Κ.Ε.Μ., η οποία (αίτηση) έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου Κ.Ε.Μ. 9504/14-6-2013, και μάλιστα συνοδευόταν από θετική εισήγηση του Συμβουλίου του κ.κ.Τρικάλων αναφορικά με το αίτημά μου, λόγω της σοβαρότητας της δίκης, του όγκου της δικογραφίας και της αναγκαιότητας συχνής επικοινωνίας με τους δικηγόρους μου, την μεταγωγή στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και την παραμονή μου σε αυτές μέχρι το πέρας της ως άνω συζήτησης, ουδόλως κάτι τέτοιο πραγματοποιήθηκε.

Για ακόμη μία φορά διαψεύστηκα οικτρά, τόσο εγώ όσο και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι μου, σχετικά με την ύπαρξη ελπίδας για την προστασία των δικαιωμάτων μου.

Συγκεκριμένα, με πλήρη περιφρόνηση των αρχών και αξιών που προβλέπονται και κατοχυρώνονται από τα άρθρα 2 και 20  του Συντάγματος αλλά και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δίκην ζώου, μεταφέρθηκα από το κατάστημα κράτησης Τρικάλων  στο Πειθαρχείο του Μεταγωγών επί της οδού Πέτρου Ράλλη, λίγες ώρες πριν από την έναρξη της δίκης μου την 12-11-2013 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, που συνεδριάζει στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού και όλως αποκομμένος από κάθε δυνατή επικοινωνία μου με τους συνηγόρους μου.

Έτσι, χωρίς να μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου, για να παρουσιαστώ με ευπρέπεια στο Δικαστήριο, οδηγήθηκα σε αυτό την 12-11-2013, απευθείας μετά την αναίτια παραμονή μου στο Πειθαρχείο του Μεταγωγών, όπου εκεί  συνάντησα τους δικηγόρους μου, προκειμένου να επικοινωνήσω μαζί τους για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.

Και όλα τούτα κατά πλήρη παράβαση της με αριθμό πρωτοκόλλου: ΤΕΚ 24/2013 και από 24-10-2013  Εισαγγελικής Παραγγελίας της κ.Εισαγγελέως Εφετών Πειραιά, δυνάμει της οποίας είχε διαταχθεί η μεταγωγή μου από το κ.κ.Τρικάλων στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού και μάλιστα προ τουλάχιστον τριών (3) ημερών προ της δικασίμου!!!!!

Μάλιστα όπως προκύπτει από το σώμα του εγγράφου της εισαγγελικής παραγγελίας, η οποία απευθύνεται στον κ.Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, κοινοποιήθηκε και στους: 1) κ. Δ/ντή Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού, 2) κ. Δ/ντή Φυλακών Τρικάλων και 3) κ. Δ/ντή Δ/σεως Μεταγωγών.

 

Η ως άνω συζήτηση διεκόπη για τη συνεδρίαση της 22 Νοεμβρίου 2013, ημέρα Παρασκευή, ότε και μετήχθην αυθημερόν και πάλι πίσω στις Φυλακές Τρικάλων.

 

Μετά δε ταύτα κατέθεσα δια των πληρεξουσίων δικηγόρων μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης  την με αριθμό πρωτοκόλλου (του γραφείου του κ.Υπουργού) 4922/13-11-2013 αίτησή μου, με την οποία αιτήθηκα την άμεση εφαρμογή της εισαγγελικής παραγγελίας του κ.Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, προκειμένου να μεταφερθώ εκεί, όπου διατάσσει αυτή, δηλαδή στις Φυλακές Κορυδαλλού, όπου και να παραμείνω καθ’ όλη τη διάρκεια εκδίκασης της υποθέσεώς μου. Επίσης αιτήθηκα να διαταχθεί έρευνα σχετικά με το ποιος αποφάσισε και για ποιους λόγους, να με μεταχειριστούν με τον τρόπο που έπραξαν, με σκοπό τη μείωση της προσωπικότητάς μου και γιατί δεν οδηγήθηκα άμεσα, ως έπρεπε, στη Φυλακή Κορυδαλλού. Τέλος αιτήθηκα την άμεση παρέμβασή του κ.Υπουργού για την επίλυση του πολλαπλά ζημιογόνου για την υγεία μου, τόσο σωματική όσο και ψυχική και για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μου, προβλήματος και τη θεραπεία κάθε τελεσθείσας παρανομίας.

Εξάλλου, την 20-11-2013 κατέθεσα στην Εισαγγελία Εφετών Πειραιά την με αρ. πρωτοκόλλου 1378/20-11-2013 αίτησή μου με τα ίδια ως άνω αιτήματα.

 

          Αντ΄αυτών την 21-11-2013 μετήχθην και πάλι από τις Φυλακές Τρικάλων και προς μεγάλη μου έκπληξη οδηγήθηκα αυτή τη φορά  στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, όπου και κρατήθηκα μέχρι την 22-11-2013, σε συνθήκες απομόνωσης και χωρίς κανένα συνοδευτικό της μεταγωγής μου από το κ.κ.Τρικάλων προς την Γ.Α.Δ.Α. έγγραφο.

          Περαιτέρω, η ως άνω συζήτηση διεκόπη για τη συνεδρίαση της 27-11-2013, ημέρα Τετάρτη, ενώ για μια ακόμη φορά μετήχθην αυθημερόν και πάλι πίσω στις Φυλακές Τρικάλων.

 

          Επισημαίνεται ότι την 22-11-2013 υπέβαλλα δια των πληρεξουσίων δικηγόρων μου προς την Διευθύντρια κ.κ. Κορυδαλλού την με αριθμό πρωτ.65332/22-11-2013 αναφορά μου με την οποία αιτήθηκα να μου απαντήσει εγγράφως και ορισμένως για ποιους λόγους αρνήθηκε την παραλαβή μου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν συνέβη,  να μου γνωστοποιήσει εγγράφως για ποιους λόγους δεν μετήχθην εξ’ αρχής στις Φυλακές Κορυδαλλού, ως όφειλε κάτι τέτοιο να πραγματοποιηθεί, προς συμμόρφωση της εισαγγελικής παραγγελίας, η οποία, όπως έλαβα γνώση, διέταξε τη μεταγωγή μου στη Φυλακή Κορυδαλλού. Επίσης αιτήθηκα να ενημερωθώ για τους ακριβείς λόγους που υπόκειμαι σε τόσο βάναυση μεταχείριση, η οποία πέραν του ότι παραβιάζει κατάφωρα κάθε δικαίωμά μου, τόσο ως ανθρώπου όσο και ως κατηγορούμενου, αποτελώντας ευθεία παράβαση των άρθρων 6 της ΕΣΔΑ και 2 του Συντάγματος,  στοιχειοθετεί  εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου  το αδικήμα της παράβασης καθήκοντος του άρθρου 259 του Π.Κ., έγκλημα το οποίο είναι διαρκές.

 

          Επιπρόσθετα την 25-11-2013 απευθύνθηκα εκ νέου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης υποβάλλοντας την με αρ. πρωτ. (του γραφείου του κ.Υπουργού) 5084/25-11-2013  αίτησή μου ενημερώνοντας για τις ενέργειες στις οποίες είχα προβεί και ζητώντας να αρθεί η σε βάρος μου συνεχιζόμενη παρανομία.

 

Παρόλα αυτά, το χρονικό του παράλογου και αναίτιου βασανισμού μου συνεχίσθηκε. Έτσι, την 26-11-2013 μετήχθην και πάλι από τις Φυλακές Τρικάλων και προς μεγάλη μου έκπληξη οδηγήθηκα εκ νέου στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, όπου και κρατήθηκα μέχρι την 27-11-2013, σε συνθήκες απομόνωσης και χωρίς κανένα συνοδευτικό της μεταγωγής μου από το κ.κ.Τρικάλων προς την Γ.Α.Δ.Α. έγγραφο.

 

 Περαιτέρω, η ως άνω συζήτηση διεκόπη για τη συνεδρίαση της 4-12-2013, ημέρα Τετάρτη, ενώ για μια ακόμη φορά μετήχθην αυθημερόν και πάλι πίσω στις Φυλακές Τρικάλων.

Κατόπιν τούτων η κ.Διευθύντρια κ.κ.Κορυδαλλού την 29-11-2013 κοινοποίησε στους δικηγόρους μου την από 26/11/2013 και με αρ. πρωτ.66035, απάντησή της στην προαναφερόμενη (με αρ. πρωτ. 65332/22-11-2013 αναφορά μου, την οποία συγκοινοποίησε και στην Γ.Γ.Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, δυνάμει της οποίας  ενημερώνει τους πληρεξουσίους δικηγόρους μου, όλως ασαφώς και γενικώς, ότι ο εντολέας τους «κρατείται στην Γ.Α.Δ.Α. «για όσο χρόνο απαιτηθεί η παραμονή του στην Αθήνα προς εκδίκαση της υποθέσεως» και επαναμετάγεται στο κ.κ.Τρικάλων σε εκτέλεση σχετικών εισαγγελικών παραγγελιών.» χωρίς να διευκρινίζει ποιος Εισαγγελέας εξέδοσε τις «παραγγελίες», ώστε να υπάρχει δυνατότητα αντίδρασης.

Μετά δε ταύτα υπέβαλα στην Εισαγγελία Εφετών Πειραιά την με αρ. πρωτ. 1436/2-12-2013 αίτησή μου και στην Εισαγγελία Εφετών Λάρισας την με αριθμό πρωτοκόλλου 1042/2-12-2013 αίτησή μου, δια των οποίων όχι μόνο ζητούσα να αρθεί η σε βάρος μου συνεχιζόμενη  παρανομία, αλλά παράλληλα ζητούσα να πληροφορηθώ εγγράφως για το περιεχόμενο τυχόν εκδοθησομένων, κατά τα αναφερόμενα της κ.Διευθύντριας κ.κ.Κορυδαλλού εισαγγελικών παραγγελιών που διέταζαν τις σε βάρος μου διαλαμβανόμενες παράνομες πράξεις.

Επίσης, την 2-12-2013 απευθύνθηκα εκ νέου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης υποβάλλοντας την με αρ. πρωτ. (του γραφείου του κ.Υπουργού) 5171/2-12-2013  αίτησή μου ενημερώνοντας για τις ενέργειες στις οποίες είχα προβεί, γνωστοποιώντας την κατά τα ως άνω απάντηση της κ.Διευθύντριας Κορυδαλλού και ζητώντας να αρθεί η σε βάρος μου συνεχιζόμενη παρανομία

 

 

Την 3-12-2013 μετήχθην και πάλι από τις Φυλακές Τρικάλων και οδηγήθηκα εκ νέου στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, όπου και κρατήθηκα μέχρι την 4-12-2013, σε συνθήκες απομόνωσης και χωρίς κανένα συνοδευτικό της μεταγωγής μου από το κ.κ.Τρικάλων προς την Γ.Α.Δ.Α. έγγραφο.

Περαιτέρω, η ως άνω συζήτηση διεκόπη για τη συνεδρίαση της 9-12-2013, ημέρα Δευτέρα, ενώ για μια ακόμη φορά μετήχθην αυθημερόν και πάλι πίσω στις Φυλακές Τρικάλων.

Επιπλέον την 5-12-2013 απευθύνθηκα εκ νέου στην Εισαγγελία Εφετών Πειραιά υποβάλλοντας την με αρ. πρωτ. 1461/5-12-2013 αίτησή μου δυνάμει της οποίας όχι μόνο ζητούσα να αρθεί η σε βάρος μου συνεχιζόμενη  παρανομία, αλλά παράλληλα ζητούσα να πληροφορηθώ εγγράφως για το περιεχόμενο τυχόν εκδοθησομένων, κατά τα αναφερόμενα της κ.Διευθύντριας κ.κ.Κορυδαλλού εισαγγελικών παραγγελιών.

Επισημαίνεται ότι επί όλων των προαναφερομένων αιτήσεών μου ουδεμία απάντηση έλαβα, πλην της προαναφερόμενης επιστολής της κ.Διευθύντριας κ.κ.Κορυδαλλού, αντίθετα παραπεμπόμουν από τον Άννα στον Καιφά, κατά την πρακτική άλλωστε που επελέγη για τη διαδικασία των μεταγωγών και επαναμεταγωγών μου.

Παράλληλα, την 6-12-2013 απευθύνθηκα εκ νέου στην Εισαγγελία Εφετών Λάρισας υποβάλλοντας την με αρ. πρωτ. 21522/6-12-2013 αίτησή μου δυνάμει της οποίας όχι μόνο ζητούσα να αρθεί η σε βάρος μου συνεχιζόμενη  παρανομία, αλλά παράλληλα ζητούσα να πληροφορηθώ εγγράφως για το περιεχόμενο τυχόν εκδοθησομένων, κατά τα αναφερόμενα της κ.Διευθύντριας κ.κ.Κορυδαλλού εισαγγελικών παραγγελιών.

 

Σε απάντηση λοιπόν των από 2-12-2013 και 6-12-2013 ο κ.Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας εξέδοσε το με αρ. πρωτ. 1042/13, Γ1065/13 από 6-12-2013 έγγραφο με το οποίο μας γνωρίζει ότι: «..εκρίθη ότι για λόγους δημοσίας ασφάλειας και κατόπιν  συνεννόησης με τις αρχές ασφαλείας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, επιβαλλόταν όπως ο κρατούμενος εξακολουθήσει να παραμένει κρατούμενος στο κ.κ.Τρικάλων και αντιμετωπισθεί η ανάγκη παρουσίας του στο Δικαστήριο με παραγγελίες για μεταγωγή και επαναμεταγωγή του. Η κρίση αυτή ήταν αποτέλεσμα αξιολόγησης των λόγων που προβλήθηκαν εκ μέρους των αρχών ασφαλείας και αφορούσαν την επικινδυνότητα του ανωτέρω κρατουμένου, όπως αυτή σημειωτέον είχε διαφανεί στο πρόσφατο παρελθόν, με χαρακτηριστική περίπτωση την απόπειρα απόδρασής του με ελικόπτερο από το κ.κ.Τρικάλων, καθώς και λόγων που καθιστούσαν προβληματική, τουλάχιστον στο παρόν χρονικό στάδιο την παραμονή του κρατουμένου στο κ.κ.Κορυδαλλού και τούτο προκειμένου να αποτραπεί η δημιουγία συνθηκών και καταστάσεων προβληματικών για την ομαλή συμβίωση του ανωτέρω κρατουμένου με άλλους συγκρατούμενούς του στην ίδια ως άνω φυλακή και οι οποίες οπωσδήποτε θα διατάρασσαν την ομαλή λειτουργία και ασφάλεια της άνω φυλακής...»

 

Την 7-12-2013 μετήχθην και πάλι από τις Φυλακές Τρικάλων και οδηγήθηκα εκ νέου στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, όπου και κρατήθηκα μέχρι την 9-12-2013, σε συνθήκες απομόνωσης και χωρίς κανένα συνοδευτικό της μεταγωγής μου από το κ.κ.Τρικάλων προς την Γ.Α.Δ.Α. έγγραφο.

Περαιτέρω, η ως άνω συζήτηση διεκόπη για τη συνεδρίαση της 17-12-2013, ημέρα Τρίτη, ενώ για μια ακόμη φορά μετήχθην αυθημερόν και πάλι πίσω στις Φυλακές Τρικάλων.

Από την άλλη πλευρά και με αφορμή την από 5-12-2013 αναφορά μου η κ.Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά εξέδοσε το με αρ. πρωτ. 1461/11-12-2013 έγγραφο με το οποίο μου διαβίβασε τις συνημμένες από 24-10-2013, 14-11-2013, 29-11-2013 και 5-12-2013 παραγγελίες μεταγωγής μου και κατά τα λοιπά αιτήματά μου αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου στο  με αρ. πρωτ. 1042/13, Γ1065/13 από 6-12-2013 έγγραφο του κ.Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας.

 

Συνεπώς προκύπτει από τα προαναφερόμενα ότι ενώ έχω θέσει επανειλημμένα το θέμα στην Κ.Ε.Μ. του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στο κ.κ.Τρικάλων, στο κ.κ.Κορυδαλλού, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στις Εισαγγελίες Εφετών Πειραιά και Λάρισας, αλλά και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακ/των) Πειραιά ενώπιον του οποία εκδικάζεται η υπόθεσή μου, με δεκάδες αιτήσεις μου, μέχρι τώρα έχω πεισθεί ότι με κοροιδεύουν κατά τρόπο ασύστολο και λειτουργούν με κοινό δόλο σε βάρος μου. Πως μπορεί να εξηγηθεί άλλως ότι μέχρι τώρα δεν έχω κατορθώσει να βρω λύση στο πρόβλημά μου, αλλά κυριολεκτικά με σέρνουν από τον «Άννα στον Καιάφα» με προφάσεις και ελικοδρομίες, που προσβάλλουν την λογική και την ηθική.

 

Η μεθοδολογία της εξόντωσης και της σκόπιμης απίσχνασης κάθε δικαιώματός μου, που επέλεξαν οι αρμοδιοι προς δήθεν επίλυση του προβλήματός μου, συνίσταται στην παράλειψη οφειλόμενων ενεργειών, στην απέκδυση των ευθυνών τους, ακόμη δε και δια της  μη απάντησης επί των αιτήσεών μου, προκειμένου να αφήσουν τις «αρχές ασφαλείας» του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ανενόχλητες να δρουν σε βάρος της ζωής, της υγείας, της αξιοπρέπειάς μου και των δικαιωμάτων μου.

 

Καταγγέλλω ότι οι αρμόδιοι έως και σήμερα κωφεύουν, ενώ οι μόνες απαντήσεις που έλαβα από τους αρμόδιους ήταν η από 6-12-2013 απάντηση του κ.Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας και η από 11-12-2013 απάντηση του κ.Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, η οποία αναφέρεται στο περιεχόμενο της απάντησης του πρώτου έγγραφου.

 

Εκ του περιεχομένου συνεπώς της μίας στην ουσία απάντησης κατά τα ως άνω προκύπτουν τα εξής: 

Α)υπήρξε στην περίπτωσή μου ευθεία παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης από «τις αρχές ασφαλείας» του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, μεθοδευμένη και στοχευμένη ώστε να με εξοντώσει υπερασπιστικά, ηθικά, πνευματικά και σωματικά.

Β)παραβιάσθηκε κατάφωρα το δικαίωμά μου σε δίκαιη δίκη, το τεκμήριο αθωότητας, η αρχή της μυστικότητας της κύριας ανάκρισης, δεδομένου του ότι χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογητικός λόγος του βασανισμού τον οποίο υφίσταμαι η απόπειρα απόδρασής μου με ελικόπτερο, για την οποία έχει σχηματισθεί σε βάρος μου δικογραφία, η οποία ευρίσκεται έως και σήμερα στο δικονομικό στάδιο της κύριας ανάκρισης.

Γ)Χρησιμοποιήθηκε ως ψευδές επιχείρημα για τη μη μεταγωγή μου στο κ.κ.Κορυδαλλού,  η δήθεν αδυναμία ομαλής συμβίωσής μου με άλλους συγκρατούμενούς μου στην ίδια φυλακή, καίτι είναι ξεκάθαρο, ότι ουδέποτε είχα το παραμικρό πρόβλημα ομαλής συμβίωσης με οιονδήποτε συγκρατούμενό μου, κατά τα δεκαεννέα χρόνια εγκλεισμού μου στις ελληνικές φυλακές.

Δ)Αποσιωπήθηκε σκοπίμως ότι παραβιάσθηκαν δύο (2) εισαγγελικές παραγγελίες , και συγκεκριμένα: α)η με αριθμό πρωτοκόλλου: ΤΕΚ 24/2013 και από 24-10-2013  Εισαγγελική Παραγγελίας της κ.Εισαγγελέως Εφετών Πειραιά, δυνάμει της οποίας είχε διαταχθεί η μεταγωγή μου από το κ.κ.Τρικάλων στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού και μάλιστα προ τουλάχιστον τριών (3) ημερών προ της δικασίμου!!!!! Και β) η με αριθμό πρωτοκόλλου: ΤΕΚ 24/2013 και από 14-11-2013  Εισαγγελική Παραγγελίας της κ.Εισαγγελέως Εφετών Πειραιά, δυνάμει της οποίας είχε διαταχθεί η μεταγωγή μου από το κ.κ.Τρικάλων στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού.

Ε)Αποσιωπήθηκε επίσης σκοπίμως ότι την 11-11-2013, η «κλούβα» που με μετήγαγε στην Αθήνα, έφτασε στην πύλη της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού, απ΄όπου άγνωστο από ποιον και γιατί, σίγουρα όμως κατά παράβαση της άνω εισαγγελικής παραγγελίας,  εδόθη εντολή να μεταφερθώ στη Διεύθυνση Μεταγωγών Αττικής.

 

          Καταγγέλλω συνεπώς τα προεκτεθέντα, διερωτώμενος με μεγάλη απορία, για ποιο λόγο αντί να μεταχθώ στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, με το δεδομένο ότι η διάρκεια της κατά τα ως άνω ακροαματικής διαδικασίας προβλέπεται πολύμηνη και αντίθετα μετήχθην απευθείας στη ΓΑΔΑ, ενώ μετά τη συνεδρίαση της 22-11-2013 επαναμετήχθην αυθημερόν πίσω στις Φυλακές Τρικάλων, πράγμα άλλωστε που συνέβη και μετά τη συνεδρίαση της 27-11-2013 και μετά τη συνεδρίαση της 4-12-2013, ως επίσης και μετά τη συνεδρίαση της 9-12-2013, διαδικασία η οποία με τον τρόπο που πραγματοποιείται από την έναρξη της ως άνω συζήτησης ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, με ταλαιπωρεί αλλεπάλληλα, με εξουθενώνει  πνευματικά και σωματικά, μου στερεί κάθε δυνατό δικαίωμα επικοινωνίας με τους πληρεξουσίους δικηγόρους μου, προκειμένου να προετοιμάσω την υπεράσπισή μου και παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδη δικαιώματά μου κατοχυρωμένα με διατάξεις Συνταγματικές και Υπερνομοθετικής Ισχύος διατάξεις διεθνών συμβάσεων.

 

Καταγγέλλω την όλη  διαδικασία μεταγωγών και επαναμεταγωγών μου για δικονομικούς λόγους, τόσο ως προς την επιλογή της, όσο και ως προς την υλοποίησή της ως στοχευμένη απόπειρα σε βάρος της ζωής και της υγείας μου, από πλευράς των «Αρχών Ασφαλείας» του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και κάθε εμπλεκόμενου προσώπου. Σημειώνω επιπρόσθετα ότι όπως προκύπτει πέραν όλων των άλλων από τον ίδιο τον ιατρικό μου φάκελο στο κ.κ.Τρικάλων, έχω υποβληθεί σε σπληνεκτομή και χολοκυστεκτομή, ως αποτέλεσμα μείζονος τραυματισμού και εξαιτίας της ανεπάρκειας του ανοσοποιητικού μου συστήματος κάθε εμπύρετο πρέπει να θεωρείται σοβαρή νόσος και να τυγχάνω ιατρικής περίθαλψης, αντ΄αυτών όμως υπόκειμαι σε τέτοια σωματική καταπόνιση  με τις συνεχείς επαναμεταγωγές, που είμαι επί ένα μήνα εμπύρετος με άμεσο πλέον και διαρκή κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία μου.

 

 Καταγγέλω τα σε βάρος μου διαλαμβανόμενα ωε μεταχείριση παντελώς ανομιμοποίητη, συνιστώντας ευθεία παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης και δεν βρίσκει έρεισμα στο Νόμο, ήδη πλέον παύει να βρίσκει έρεισμα και στην ηθική και κοινή λογική. Αυτό συμβαίνει γιατί η κάθε μεταγωγή και επαναμεταγωγή μου, με τον τρόπο που διεξάγεται, ήτοι με ειδικά μέτρα φρούρησης και ασφάλειας συνοδεία ικανού αριθμού ανδρών της ΕΛΑΣ εξειδικευμένων στις μεταγωγές (Ε.Ο.Μ.) με αυτοκινητοπομπή είκοσι σχεδών περιπολικών και συνοδευτικών αυτοκινήτων, κοστίζει στο ελληνικό δημόσιο 20.000,00 ευρώ, λαμβανομένου δε υπόψην ότι η ίδια διαδικασία μεταγωγών και επαναμεταγωγών ακολουθείται και για τους συγκατηγορούμενούς μου στην ίδια υπόθεση, οι οποίοι κρατούνται στο κ.κ.Δομοκού, τα έξοδα για το ελληνικό δημόσιο διπλασιάζονται, σε μια εποχή που εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στις ελληνικές φυλακές δεν υπάρχουν ούτε τα στοιχειώδη, ελιπόντων  φαγητού και θέρμανσης.

 

ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 περ. β΄ και 3 του άρθρου 137Α ΠΚ προκύπτει ότι υπάλληλος ή στρατιωτικός, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση ή η εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή η επιμέλεια κρατουμένων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών, αν κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του ασκήσει παράνομη σωματική ή ψυχολογική βία και προβεί σε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε βάρος προσώπου, που βρίσκεται στην εξουσία του, με σκοπό να το τιμωρήσει. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 137Β παρ. 1 περ. γ΄, 2 ΠΚ, η κατά τα ανωτέρω πράξη τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 έτη, αν ο δράστης τελεί τις πράξεις κατά συνήθεια ή κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης ως ιδιαίτερα επικίνδυνος. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ΄, ζ΄ ΠΚ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, ενώ ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης, όταν από την βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.

 Άλλωστε από τις διατάξεις των άρθρων 231 και 259 ΠΚ (η οποία, σημειωτέον, είναι απολύτως επικουρική, εφαρμοζόμενη μόνον όταν η παράβαση δεν τιμωρείται ειδικώς με άλλη ποινική διάταξη), προκύπτει ότι για τη συγκρότηση των προβλεπόμενων απ’ αυτές εγκλημάτων της υπόθαλψης εγκληματία και της παράβασης καθήκοντος, αντιστοίχως, από άποψη υποκειμενικού στοιχείου, απαιτείται δόλος του δράστη, συγκείμενος στη μεν περίπτωση της υπόθαλψης εγκληματία στη γνώση του ότι το υποθαλπόμενο πρόσωπο διώκεται για κακούργημα ή πλημ/μα και στη θέληση ματαίωσης της δίωξης εναντίον του, στη δε περίπτωση της παράβασης καθήκοντος στη γνώση και τη θέληση παραβάσεως του υπηρεσιακού του καθήκοντος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 47 ΠΚ προκύπτει ότι απλός συνεργός σε αξιόποινη πράξη είναι όποιος με θετική ή αποθετική ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξης από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την τέλεση από τον αυτουργό ορισμένης άδικης πράξης, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεσή της από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού μπορεί να είναι υλική ή ψυχική. Η ψυχική συνδρομή μπορεί να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξης καθώς και με την ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως με φωνές, χειρονομίες κ.λπ. [βλ. ΑΠ 1174/2003 ΠοινΧρ ΝΔ΄, (2004), 313]. ΣυμβΠλημΑθ 326/2008 [Διακεκριμένη προσβολή ανθρώπινης αξιοπρέπειας κρατουμένων από αστυνομικούς]

 

 

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ ορίζεται ότι, «Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη». Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της Παραβάσεως Καθήκοντος, δράστης του οποίου δύναται να είναι πας υπάλληλος, όστις έχει αναλάβει έστω και προσωρινά υπηρεσία δημοσία, δημοτική ή υπηρεσία Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, συναπαιτείται α) Παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος του οποίου η έννοια να καθορίζεται εκ νόμου, διοικητικής πράξεως, ή κατόπιν των ιδιαιτέρων οδηγιών της Προϊσταμένης αυτού αρχής ή να ενυπάρχει εις την φύση της υπηρεσιακής δραστηριότητος του υπαλλήλου, β) Πρόθεση του δράστη, δηλαδή θέληση παραβάσεως του υπηρεσιακού καθήκοντος και γ) σκοπός του να προσπορίσει εις τον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επιφέρει βλάβη του κράτους ή ετέρου προσώπου, το δε προστατευόμενο έννομο αγαθό το οποίον προσβάλλεται από την πράξη του δράστη, είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών την οποίαν έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας. Έτσι αξιόποινη είναι η πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και ασκήσεως πρακτικής εξουσίας εντός του κύκλου των δημοσίων υπηρεσιών και όχι η απλή παράβαση υποχρεώσεών του κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του ενασχολήσεων, ως λ.χ. η μη τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας, το ωράριο λειτουργίας, τα οποία αποτελούν αυτοτελή διοικητικά καθήκοντα και ενδεχομένως πειθαρχικά παραπτώματα, ενώ σκοπός παρανόμου ωφελείας ή βλάβης συντρέχει όταν ο δράστης επιδιώκει με την παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων να επιφέρει την παράνομη ωφέλεια ή την βλάβη και συγχρόνως όταν η υπηρεσιακή παράβαση είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην ωφέλεια ή την βλάβη με τον συγκεκριμένο τρόπο που αυτή ετελέσθη και κατεστρώθη υπό του δράστη, όστις δέον να γνωρίζει την προσφορότητα αυτή. Τέτοια δε προσφορότης υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης δύναται να πραγματωθεί μόνον με την παράβαση του συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωση της επιδωκομένης ωφέλειας ή βλάβης, ενώ αν  η παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος  εγένετο με άλλο σκοπό, ή με κανένα σκοπό και η ωφέλεια ή η βλάβη επέρχεται ως συμπτωματική συνέπεια της παραβάσεως καθήκοντος, τότε δεν πληρείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού. Τέλος, εις την έννοια του παρανόμου οφέλους υπάγεται παν όφελος το οποίον επιδιώκεται με την παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίον καθίσταται πρόσφορον να οδηγήσει εις την πραγμάτωσή του και το οποίον ως εκ τούτου θίγει την υπηρεσιακή χρηστότητα, έστω και εάν καθ’ εαυτό δεν θεωρείται παράνομο (ΑΠ 62/2005 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 889, ΑΠ 786/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 308, ΣυμβΑΠ 1122/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 515).

Για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 259 και 13 περ. α΄ ΠΚ, υπάλληλοι θεωρούνται και οι δικαστικοί λειτουργοί στη φύση του λειτουργήματος των οποίων, ως αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας και αποστολής τους, ενυπάρχουν οι αρχές της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας, η εφαρμογή των οποίων δεν συνιστά ένα απλό υπαλληλικό αλλά ένα υπέρτατο υπηρεσιακό καθήκον που επιβάλλει στο δικαστικό λειτουργό να απέχει ακόμη και της εξώδικης έκφρασης γνώμης, όταν αυτή μπορεί να συναρτηθεί με συγκεκριμένη υπόθεση. Το καθήκον αυτό λειτουργεί τόσο στην περίπτωση που ο ίδιος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται μία υπόθεση όσο και στην περίπτωση που άλλος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται άλλη υπόθεση και ο πρώτος παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο προκειμένου να επιτύχει έκβαση της υποθέσεως υπέρ του ενός εκ των διαδίκων. Με άλλα λόγια το ενυπάρχον στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού καθήκον της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας αποκλείει στο δικαστικό λειτουργό την υπό οποιαδήποτε μορφή παρέμβαση ή υπόδειξη σε άλλον δικαστικό λειτουργό προκειμένου να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη. Τα ανωτέρω ισχύουν προεχόντως στις περιπτώσεις που οι παρεμβάσεις ή υποδείξεις γίνονται από ιεραρχικά ανώτερο κατά βαθμό δικαστικό λειτουργό προς κατώτερο δικαστικό λειτουργό, δεν είναι δε αναγκαίο ο ιεραρχικά κατώτερος να υπηρετεί στην περιφέρεια που υπηρετεί ο ιεραρχικά ανώτερος. Συνεπώς η, κατά παράβαση των ανωτέρω καθηκόντων, τα οποία ενυπάρχουν στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού και διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 Ν 1756/1988, παρέμβαση, με οποιονδήποτε τρόπο, στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστικού λειτουργού προς επηρεασμό της κρίσης του υπέρ ενός εκ των διαδίκων μερών από ανωτάτους –ιδιαίτερα– δικαστικούς λειτουργούς, που έχουν ταχθεί, όπως άλλωστε και όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί, ως όργανα του κράτους να υπηρετούν την πολιτεία και τους πολίτες με χρηστότητα και καθαρότητα και να υλοποιούν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του κράτους δικαίου, με σκοπό να προσπορίσουν στους ίδιους ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, με συνέπεια να τίθεται υπό δοκιμασία η δικαστική ανεξαρτησία και να υπονομεύεται το κύρος της δικαιοσύνης, στοιχειοθετεί πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση το υπό του άρθρου 259 ΠΚ προβλεπόμενο και τιμωρούμενο έγκλημα της παράβασης καθήκοντος. (Συμβ Αρ Παγ 6/2008)

 

Μετά από τα ανωτέρω και επειδή, με βάση τις διατάξεις του νόμου και ειδικότερα του Σωφρονιστικού Κώδικα, οι οποίες πρέπει να εναρμονίζονται με τα διεθνώς κρατούντα, όπως αυτά ορίζονται από τις Διεθνείς Συμβάσεις, κατά ρητή επιταγή του Άρθρου 28 του Συντάγματος, η προστασία του ανθρώπου ως αξίας και υποκειμένου βασικών δικαιωμάτων, είναι όχι μόνον επιβεβλημένη αλλά και αναφαίρετη.

Η έννοια αυτή που προστατεύεται από το Άρθρο 2 του Συντάγματος δεν διαφοροποιεί τους κρατούμενους από τις λοιπές κατηγορίες πολιτών, πλην βεβαίως του δικαιώματος της ελευθερίας εις την διαβίωσιν.

Σε καμία περίπτωση η φυλακή δεν σημαίνει ότι τα δικαιώματα του σεβασμού της προσωπικότητας και της επιβαλλομένης ευπρέπειας στην ζωή του φυλακισμένου πρέπει να εξαφανίζονται

Η έκτιση της ποινής δεν σημαίνει εξαχρείωση ούτε ποδοπάτημα και αυτών των ελαχίστων ορίων σεβασμού της προσωπικότητας και μάλιστα κατά τρόπο τιμωρητικό σαν συνέχεια και συνέπεια του σωφρονισμού, όπως δυστυχώς γίνεται

Πλήθος διατάξεων σε διεθνείς συνθήκες προβλέπουν και επιβάλλουν, επειδή γνωρίζουν την αυθαιρεσία και τις ακρότητες που επικρατούν στο σύστημα σωφρονισμού, την αυστηρή τήρηση όλων εκείνων των κανόνων και συνθηκών που προστατεύουν τον άνθρωπο ως αξία.

Επειδή, η μεταγωγή μου κατα τα ως άνω συνιστά βασανισμό μου και παραβιάζει κατάφωρα τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 2  και 20 του Συντάγματος

 

Επειδή ο σκοπός της μεταχείρισης των κρατουμένων πρέπει να είναι η διατήρηση της υγείας τους και η προστασία της αξιοπρέπειάς τους.

Επειδή ο κρατούμενος έχει δικαίωμα άμεσης και τακτικής επικοινωνίας με τους συνηγόρους υπεράσπισης αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, έτι περισσότερο όταν πρόκειται για τέτοιες σοβαρές υποθέσεις, με τεράστιο όγκο δικογραφίας.

Επειδή ουδείς δικαιολογητικός λόγος συντρέχει για την παραβίαση των δικαιωμάτων μου, η οποία εκτός του ότι είναι παράνομη, κατατείνει πλέον στο να επηρρεάζει και το δικαίωμά μου σε δίκαιη δίκη, για την ως άνω ποινική υπόθεση της οποίας η ακροαματική διαδικασία ευρίσκεται σε καίριο στάδιο, εξέταση ουσιωδών μαρτύρων κατηγορίας και με τον τρόπο που μετάγομαι και κρατούμαι στη Γ.Α.Δ.Α. αδυνατώ να ευρίσκομαι σε σωματική και πνευματική διαύγεια προκειμένου να παρακολουθώ ευπρεπώς  και προσηκόντως τη διαδικασία

 

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 72 του Σωφρονιστικού Κώδικα ¨η μεταγωγή κρατουμένων παραγγέλλεται για λόγους προσωπικούς, οικογενειακούς, εκπαιδευτικούς και για τοποθέτηση σε εργασία¨.

Επειδή κατά τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει ότι υπάρχει λόγος άμεσης  μεταγωγής μου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού.

 

   Επειδή, η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εντάσσεται και η υποχρέωση της σωφρονιστικής διοίκησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης να δρα με τον ανθρωπισμό και αποτελεσματικότητα.

   Επειδή, ο καταδικασμένος είναι μέλος τους κοινωνίας και το υποκείμενο της έννομης τάξης.

   Επειδή, τα δικαιώματα του κρατουμένου στην υγεία, στην προσωπικότητα, στην αξιοπρέπεια, στην ισότητα, αναλογικότητα και δίκαιη δίκη, δεν διαφοροποιούνται επειδή κρατείται σε μονάδα ασφαλείας.

   Επειδή, κάθε κύρωση που εφαρμόζεται στοχεύει στην κοινωνική επανένταξη του δράστη. 

   Επειδή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 137 Α Π.Κ βασανιστήριο μεταξύ των άλλων περιπτώσεων συνιστά και κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης, ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας

Επειδή στοιχειοθετείται η διακεκριμένη περίπτωση του άρθρου 137Β ΠΚ αν ο υπαίτιος έδωσε την εντολή τέλεσης της πράξης της παρ.1 του άρθρου 137Α Π.Κ.ως προιστάμενος.

 

Επειδή η βάναυση μεταχείριση την οποία υφίσταμαι, κατά τα άνω ιστορούμενα στοιχειοθετεί εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου και το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, έγκλημα το οποίο είναι διαρκές.

          Επειδή προσάγω και επικαλούμαι:

1) την με αριθμό πρωτοκόλλου εισερχομένου εγγράφου κ.κ.Τρικάλων: 9504/30-5-2013, αίτησής μου προς την Κ.Ε.Μ., η οποία (αίτηση) έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου Κ.Ε.Μ. 9504/14-6-2013, (σχετ.1)

2)την υπ΄αριθμ. 682/2013  θετική εισήγηση του Συμβουλίου του κ.κ.Τρικάλων αναφορικά με το αίτημά μου, λόγω της σοβαρότητας της δίκης, του όγκου της δικογραφίας και της αναγκαιότητας συχνής επικοινωνίας με τους δικηγόρους μου, την μεταγωγή στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και την παραμονή μου σε αυτές μέχρι το πέρας της ως άνω συζήτησης, ουδόλως κάτι τέτοιο πραγματοποιήθηκε. (σχετ.2)

3) την με αριθμό πρωτοκόλλου Υπουργείου Δικαιοσύνης (του γραφείου του κ.Υπουργού) 4922/13-11-2013 αίτησή μου, με την οποία αιτήθηκα την άμεση εφαρμογή της εισαγγελικής παραγγελίας του κ.Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, προκειμένου να μεταφερθώ εκεί, όπου διατάσσει αυτή(σχετ.3)

4) την με αρ. πρωτοκόλλου 1378/20-11-2013 αίτησή μου με τα ίδια ως άνω αιτήματα την οποία κατέθεσα στην Εισαγγελία Εφετών Πειραιά. (σχετ.4)

5) την με αριθμό πρωτ.65332/22-11-2013 αναφορά μου προς την Διευθύντρια κ.κ. Κορυδαλλού(σχετ.5)

6) την με αρ. πρωτ. (του γραφείου του κ.Υπουργού) 5084/25-11-2013  αίτησή μου προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενημερώνοντας για τις ενέργειες στις οποίες είχα προβεί και ζητώντας να αρθεί η σε βάρος μου συνεχιζόμενη παρανομία(σχετ.6)

7) την από 26/11/2013 και με αρ. πρωτ.66035, απάντησή της Διευθύντριας κ.κ. Κορυδαλλού στην προαναφερόμενη (με αρ. πρωτ. 65332/22-11-2013 αναφορά μου, την οποία συγκοινοποίησε και στην Γ.Γ.Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης(σχετ.7)

8)  την με αρ. πρωτ. 1436/2-12-2013 αίτησή μου προς την Εισαγγελία Εφετών Πειραιά (σχετ.8)

9) την με αριθμό πρωτοκόλλου 1042/2-12-2013 αίτησή μου προς την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας(σχετ.9)

10) την με αρ. πρωτ. (του γραφείου του κ.Υπουργού) 5171/2-12-2013  αίτησή μου προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης(σχετ.10)

11) την με αρ. πρωτ. 1461/5-12-2013 αίτησή μου προς την Εισαγγελία Εφετών Πειραιά (σχετ.11)

12) την με αρ. πρωτ. 21522/6-12-2013 αίτησή μου προς την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας(σχετ.12)

13) το με αρ. πρωτ. 1042/13, Γ1065/13 από 6-12-2013 έγγραφο του κ.Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας(σχετ.13)

14) το με αρ. πρωτ. 1461/11-12-2013 έγγραφο της κ.Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά με το οποίο μου διαβίβασε τις συνημμένες από 24-10-2013, 14-11-2013, 29-11-2013 και 5-12-2013 παραγγελίες μεταγωγής μου και κατά τα λοιπά αιτήματά μου αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου στο  με αρ. πρωτ. 1042/13, Γ1065/13 από 6-12-2013 έγγραφο του κ.Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας(σχετ.14)

15) την με αριθμό πρωτοκόλλου: ΤΕΚ 24/2013 και από 14-11-2013  Εισαγγελική Παραγγελία της κ.Εισαγγελέως Εφετών Πειραιά, δυνάμει της οποίας είχε διαταχθεί η μεταγωγή μου από το κ.κ.Τρικάλων στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού. (σχετ.15)

16)την με αριθμό πρωτοκόλλου 21477/14-12-2013 ιατρική βεβαίωση μετά του συν. σε αυτήν αντίγραφο του ιατρικού μου φακέλου. (σχετ.16)

 

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 
ΖΗΤΩ  :  Να διαταχθούν τα νόμιμα για τον εντοπισμό των ευθυνών και τον κολασμό των υπαιτίων και την άρση της παρανομίας την οποία υφίσταμαι με την υλοποίηση της μεταγωγής μου στις Φυλακές Κορυδαλλού προκειμένου να δικασθώ, όπως νόμος ορίζει, ενώπιον του Δικαστηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, που συνεδριάζει ειδικά για τη συγκεκριμένη δικάσιμο και υπόθεση, στην ισόγεια αίθουσα της βόρειας πλευράς των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού